- γυναικοκουβέντα
- ησυζήτηση ανάμεσα σε γυναίκες, κουτσομπολιό: Δεν ασχολείται με γυναικοκουβέντες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυναικοκουβέντα — η 1. συζήτηση μεταξύ γυναικών 2. μικροπρεπής συζήτηση ή ανόητη, αθεμελίωτη πληροφορία … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek